- τυμβήρης
- τυμβήρηςentombedmasc/fem acc pl (attic epic doric)τυμβήρηςentombedmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)τυμβήρηςentombedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμβήρης — ῆρες, ΜΑ ενταφιασμένος αρχ. όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. ήρης* (Ι) (πρβλ. φρεν ήρης)] … Dictionary of Greek
τυμβήρει — τυμβήρης entombed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τυμβήρης entombed masc/fem/neut dat sg τυμβήρεϊ , τυμβήρης entombed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβήρη — τυμβήρης entombed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τυμβήρης entombed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τυμβήρης entombed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβήρεις — τυμβήρης entombed masc/fem acc pl τυμβήρης entombed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek